- αποκατασταλάζω
- αμετ.1) оседать до конца; 2) (прочно) обосновываться, устраиваться, оседать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκατασταλάζω — 1. (για θολά υγρά) κατασταλάζω, γίνομαι διαυγής 2. καταπαύω, σταματώ κάτι 3. εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου ύστερα από πολλές περιπέτειες … Dictionary of Greek